λίταργος

λίταργος
λῐταργ-ος, ον,
A running quick, An.Ox.2.236, EM567.38, prob. in Semon.7.12 (λιτοργόν codd. Stob.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λίταργος — λίταργος, ον (Α) αυτός που σπεύδει, που τρέχει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < λιταργίζω] …   Dictionary of Greek

  • λίταργος — running quick masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίταργον — λίταργος running quick masc/fem acc sg λίταργος running quick neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”